- εὐδεινός
- εὐδεινός, ή, όν, later [var] contr. of εὐδιεινός, Orph.H.22.5 codd.: [comp] Comp. -ότερος An.Ox.2.207; also εὐδινή (v.l. -διεινή) Str.6.3.9, cf. OGI 194.22 (Egypt, i B.C.), Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευδεινός — εὐδεινὸς και εὐδινός, ή, όν (Α) βλ. ευδιεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευδιεινός* με συγκοπή τού ι] … Dictionary of Greek
εὐδεινός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδεινοί — εὐδεινός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδεινῆς — εὐδεινός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδεινήν — εὐδεινός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδεινότερος — εὐδεινός masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδιεινός — εὐδιεινός, ή, όν (ΑΜ, Α και εὐδ(ε)ινός, ή, όν) 1. εύδιος* («εὐδιεινὴν γαλήνην παρασχών», Πλάτ.) 2. (για τόπο) αυτός που προφυλάσσεται από τις καιρικές μεταβολές («ἐν εὐδιεινοῑς» σε απάνεμα μέρη, Ξεν.). επίρρ... εὐδιεινῶς (Α) με πραότητα, ήσυχα.… … Dictionary of Greek